αποφαντικός

αποφαντικός
-ή, -ό (AM ἀποφαντικός, -ή, -όν) [αποφαίνω]
1. αυτός που αποφαίνεται θετικά
2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστική
νεοελλ.
(ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» — σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά
αρχ.-μσν.
(-ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀποφαντικός — categorical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικά — ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc pl ἀποφαντικά̱ , ἀποφαντικός categorical fem nom/voc/acc dual ἀποφαντικά̱ , ἀποφαντικός categorical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικώτερον — ἀποφαντικός categorical adverbial comp ἀποφαντικός categorical masc acc comp sg ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικῶν — ἀποφαντικός categorical fem gen pl ἀποφαντικός categorical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικόν — ἀποφαντικός categorical masc acc sg ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικώτατα — ἀποφαντικός categorical adverbial superl ἀποφαντικός categorical neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικαί — ἀποφαντικός categorical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοῖς — ἀποφαντικός categorical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοί — ἀποφαντικός categorical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποφαντικοῦ — ἀποφαντικός categorical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”