- αποφαντικός
- -ή, -ό (AM ἀποφαντικός, -ή, -όν) [αποφαίνω]1. αυτός που αποφαίνεται θετικά2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» — η οριστικήνεοελλ.(ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» — σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικάαρχ.-μσν.(-ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο.
Dictionary of Greek. 2013.